ποτητά

ποτητά
ποτητός
flying: neut nom /voc /acc pl
ποτητά̱ , ποτητός
flying: fem nom /voc /acc dual
ποτητά̱ , ποτητός
flying: fem nom /voc sg (doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποτητά — ποτητός flying neut nom/voc/acc pl ποτητά̱ , ποτητός flying fem nom/voc/acc dual ποτητά̱ , ποτητός flying fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτῆτα — ποτής drink fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLANCTAE — insulae maris Euxini, apud os, quae et Cyaneae. Herodot. l. 4. Ε῎πλεε ἐπὶ τὰς Κυανἐας καλευμένας, τὰς πρότεροι Πλαγκτὰς Ε῞λληνές φαςιν εἶναι. Scylax Caryand. Αὗται δὲ αἱ Κυανέαι, ἅς λέγουςιν οἱ Ποιηταὶ Πλαγκτὰς πάλαι εἶναι, καὶ διὰ τούτων πρώτην… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ποτητός — ή, όν, Α [ποτῶμαι] (επικ. τ.) 1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος, φτερωτός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτητά τα πτηνά, τα πουλιά …   Dictionary of Greek

  • γρυπότητα — γρῡπότητα , γρυπότης hookedness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”